Ηγήσανδρος

Ηγήσανδρος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Θεσπιεύς (5ος αι. π.Χ.). Αρχηγός σώματος Βοιωτών οπλιτών που πολέμησαν στη Σικελία το 413 π.Χ. 2. Λοχαγός των Αρκάδων κατά την εκστρατεία των Μυρίων (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). 3. Ρόδιος πολιτικός (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Γιος του Ευκράτη από τη Ρόδο, διαπραγματεύτηκε ως εκπρόσωπος του Αντίοχου Γ’ την κατάπαυση του πολέμου μεταξύ Κρητών και Ροδίων. Ο πόλεμος αυτός τερματίστηκε το 197 π.Χ. 4. Ιστοριογράφος (2ος αι. π.Χ.). Τα έργα του Η. ανήκουν στην παράδοση της ιστοριογραφικής και φιλολογικής ανεκδοτολογίας, που άρχισε να αναπτύσσεται από τον 3ο αι. π.Χ., και αναφέρονται βασικά σε γεγονότα της βασιλείας των Μακεδόνων και των Σελευκιδών της Συρίας. Οι κύριες πηγές που χρησιμοποίησε o Η. ήταν ο μαθητής του Αριστοτέλη Δικαίαρχος, ο Εφέσιος ιστοριογράφος του β’ μισού του 3ου αι. π.Χ., Πύθερμος, και ο Σωτίων ο Αλεξανδρεύς. Ο Αθήναιος μνημονεύει τα συγγράμματά του Υπόμνημα, που το αποτελούσαν –σύμφωνα με μαρτυρία του– έξι βιβλία, και Υπόμνημα ανδριάντων και αγαλμάτων, στο οποίο αναφερόταν στα αγάλματα και στα αφιερώματα του ιερού των Δελφών. Αξίζει να σημειωθεί ότι συχνά o Πλούταρχος αντλεί από τα έργα του Η.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἡγήσανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγησάνδρου — Ἡγήσανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγησάνδρῳ — Ἡγήσανδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήσανδρον — Ἡγήσανδρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕГЕСАНДР —    • Hegesander,          Ήγήσανδρος,        1. товарищ Ксенофонта, помогавший ему привести известных 10.000 греков из Внутренней Азии на родину. ср. Хеn. Anab. 6, 1, 5;        2. дельфиец, жил, вероятно, во 2 в. до Р. X., автор сочинения,… …   Реальный словарь классических древностей

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”